Το σύστημα που έτρεμε το “λίγο”…

Σε τάισε όσο ακριβώς χρειάστηκε. Σε πότισε με το σταγονόμετρο και σ’ έμαθε να αποζητάς όλο και πιο απεγνωσμένα την κάθε επόμενη σταγόνα. Σ’ έντυσε με ρούχα μιας χρήσης για να αισθάνεσαι κάθε πρωί γυμνός. Σε εξόπλισε με τεχνολογική απληστία, να νιώθεις πάντα λίγος, πάντα παρωχημένος. Κι ας ψώνισες κάθε τελευταίο μοντέλο, κι ας έκανες επιμελώς κάθε update.

Να τρέχεις, να αγωνιάς, να απελπίζεσαι… Να υπολείπεσαι, να μοχθείς, να ανταπεξέρχεσαι για σήμερα κι αύριο να είσαι πάλι ένα βήμα πίσω… Να υψώνεις είδωλα, να τα φθονείς, να τα μιμείσαι, να είσαι αυτά, χωρίς ποτέ να είσαι. Να ταξιδεύεις, να ερωτεύεσαι, να διασκεδάζεις, να δακρύζεις, να πλουτίζεις, να παίζεις, πάντα σε μια οθόνη, πάντα με τρόπο ανεκπλήρωτο. Πάντα λίγος και ανεπαρκής.

Κι αν έφτασες, έχεις ακόμη δρόμο. Κι αν ανελίχθηκες, δεν εξελίχθηκες αρκετά. Κι αν βιάστηκες δεν πρόλαβες. Κι αν κατανάλωσες, δεν πρόλαβες τις νέες παραλαβές. Κι αν ταξίδεψες, δεν έπιασες ακόμη πρώτη θέση. Κι αν έπιασες την πρώτη θέση… εσύ πότε θα μπορέσεις να έχεις το δικό σου lear jet;

Σε αυτό το σύστημα, το λίγο δεν χωράει. Το απλό περισσεύει. Το τίποτα είναι δαίμονας. Η ακινησία μυρίζει αναπηρία και το κουμπί της παύσης έχει απενεργοποιηθεί από καιρό. Ακόμη και το PLAY φαντάζει αργό. Όλα σε fast forward. Οι στιγμές στερήθηκαν του μεγαλείου τους, γιατί μας έμαθαν πως η στιγμή δεν φτάνει, πως το «τώρα» πρέπει απλά και μόνο να μας βασανίζει για ό, τι δεν καταφέραμε, για όλα αυτά που είμαστε υποχρεωμένοι να πετύχουμε αύριο.

Κι όμως… Φαντάστηκες ποτέ τη στιγμή που θα αγαπούσες το λίγο σου; Τη στιγμή που θα ζούσες το τώρα; Τη στιγμή που θα θαύμαζες τη δήθεν ανεπάρκειά σου; Απέναντι σε αυτό το σύστημα το λίγο είναι όπλο. Το τώρα και στιγμή μοιάζουν με επανάσταση και άρνηση. Μπροστά στο λίγο, το απλό, το αληθινό, αυτό το σύστημα θα κατέρρεε παταγωδώς. Κράτα σφιχτά λοιπόν το λίγο σου και ζήσε τη στιγμή σου. Είναι η πρώτη, είναι η μεγαλύτερη επανάσταση που θα έχεις κάνει ποτέ.

ImageΥΓ: Το δεύτερο πρόσωπο απευθύνεται πρώτα από όλους σε εμένα. Εμένα που έμεινα άναυδος με το πρώτο μου iPhone που λαχταρούσα από καιρό.

Κολαστήριο Κορυδαλλού

Ψυχές και σώματα έκπτωτα. Άνθρωποι παραβάτες κι ασθενείς, φτύνονται από απανθρώπους, φτύνονται από ένα σύστημα όχι μόνο ασθενές μα σάπιο στα θεμέλιά του. Από μία κοινωνία σαθρή, τελειωμένη. Τελείωσες φίλε σαν άφησες τον άνθρωπο να πεθάνει από την ψώρα ή τη φυματίωση κι εσύ απλά απέστρεψες το βλέμμα. Τελείωσες και δεν το ξέρεις.
Image180 ασθενείς στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, στο Κολαστήριο Κορυδαλλού, έχουν ξεκινήσει απεργία πείνας από τις 16 Φεβρουαρίου. Τα έμαθες; Σε ένα κολαστήριο, τους αφήνουν να ψοφήσουν από ψώρα, φυματίωση κι ό, τι άλλο βάλει ο νους σου Τα έμαθες; Έτσι κι αυτοί αποφάσισαν να αγωνιστούν, με μία απεργία πείνας ή τουλάχιστον να πεθάνουν με το μόνο που τους απέμεινε, το μόνο που μπορούν να διαφυλάξουν: την αξιοπρέπειά τους. Τα έμαθες;
ImageΌσα σαπίζουν γύρω σου ξεχνάς και παραβλέπεις. Προτιμάς να γαντζώνεσαι στην – ούτως ή άλλως – βιασμένη σου ζωούλα. Τα έμαθες όμως; Όσο σαπίζει ο κόσμος σου, βρίσκεσαι ένα βήμα κοντύτερα στη σήψη. Όσο πεθαίνουν άνθρωποι, στο Αιγαίο, στον Κορυδαλλό, στον δρόμο, κοντοζυγώνει κι ο δικός σου επικήδειος. Ξεχνάς πως ο πολιτισμός σου δεν θα υπήρχε, χωρίς τους αποκλήρους του. Πώς ο (μη) πολιτισμός σου παράγει αποκλήρους κι απόβλητα για να κρατούν την ισορροπία σε ένα ατελές, σάπιο ανθρώπινο σύμπαν.

Όσο πεθαίνουν άνθρωποι κι εσύ σιωπάς… Όσο πεθαίνουν άνθρωποι κι εγώ σιωπώ… Τόσο πεθαίνουμε μαζί, εσύ, εγώ κι αυτοί…
Το Twitter account από όπου μπορείς να ενημερώνεσαι.

Θα γράψω για σένα…

Θα γράψω για σένα σαν να μη σε γνώρισα ποτέ… Σαν μην μπήκα σε εκείνο το δωμάτιο, να μην καθάρισα εκείνο το μανταρίνι, να μην σου χάιδεψα ποτέ το γυμνό σου κεφάλι. Θα γράψω για σένα, με την αγωνία να μην μου θυμίζει τίποτα πως γράφω. Θα γράψω τρέμοντας, μήπως και πάει και χωθεί το κεφάλι εκεί που μυρίζει μονάχα η υγρασία των υπογείων της ψυχής μου. Θα γράψω για σένα χωρίς εμένα… Χωρίς αυτόν που έγινα με τα φτιασίδια από έναν κόσμο βαρύ και ψεύτικο. Από έναν κόσμο γεμάτο ρόλους, σκηνογράφους, σενάρια και φωτισμούς.ImageΘα γράψω για σένα στα σκοτάδια. Εκεί που γαλήνεψε η απουσία σου, το αντίο σου. Θα γράψω για σένα, χωρίς δάκρυα. Τουλάχιστον χωρίς εκείνα που έμαθα να χύνω για να μου κρατούν με συμπόνια το χέρι. Θα γράψω για σένα στη σιωπή, θα γράψω για σένα με σιωπή και λόγια στεγνά. Η ομορφιά δεν έχει θέση εδώ. Μονάχα η αλήθεια. Αυτή που ξέχασα. Αυτή που έθαψα. Αυτή που δεν έμαθα ποτέ. Αυτή που κρύβεται στα τριξίματα της ξύλινης σκάλας. Θα γράψω για σένα, χωρίς αναγνώστες. Χωρίς στόχο ναρκισσισμού. Χωρίς κοινό…

Θα γράψω για σένα… Για σένα που δεν έμαθα να αγαπώ. Για σένα που απλά αγάπησα, χωρίς γιατί και αποδείξεις. Για σένα… Τον φόβο στις νύχτες με πυρετό, στις νύχτες με ένα ρολόι κολλημένο και μένα κρυμμένο πίσω από το παιδικό μου κρεβάτι. Θα γράψω για σένα με την ίδια αφέλεια, με την ίδια άγνοια που θα έγραφα για όλα τα άγραφα, τα αληθινά του κόσμου. Αυτού που φτιάξαμε κι αυτού που υπάρχει. Θα γράψω για σένα ψάχνοντας εσένα κι όχι εσένα που ‘φτιαξα.

Θα γράψω για σένα που ξέχασα. Για σένα που θυμάμαι. Για σένα που ξεπηδάς αιωρούμενος ανάσκελα ανάμεσα στις ρωγμές της κανονικότητάς μου. Για σένα που τρυπώνεις στα μάτια, στο μέτωπο ενός σκυλιού. Στους άντρες που θαύμασα, στις γυναίκες που ερωτεύτηκα. Θα γράψω για σένα, χωρίς εσένα. Θα γράψω για έναν απόντα, έναν χαιρετισμό ανείπωτο, ένα αντίο νεκρό, ένα αντίο που του στέρησαν τον χρόνο, τον τόπο, τη στιγμή, τα όνειρα. Ένα αντίο σε σεντόνια κοιμώμενα, εφηβικά και αφελή, κι όχι σε νεκροσέντονα, όχι εκεί που του έπρεπε. Ένα αντίο υποφερτό, μα όχι ανεκτό. Όχι αληθινό.

Θα γράψω για σένα, λέγοντας ψέματα. Ακόμη μια φορά λέγοντας ψέματα. Μη μου θυμώσεις. Τον φοβάμαι τον θυμό σου, μα ειλικρινά δεν την αντέχω, δεν την ξέρω την αλήθεια. Σου ορκίζομαι πως προσπαθώ. Σου ορκίζομαι πως υπάρχουν μέρες και χρόνια ολάκερα που κρύβομαι από δαύτην. Σου ορκίζομαι στα αλήθεια, πως δεν κατάλαβα ποτέ τι είναι αληθινό. Όλα θολά και δισυπόστατα. Όλα κρυφά και φανερά. Όλα ντροπή και έπαρση. Όλα γενναία και φοβισμένα. Όλα εσύ και η απουσία σου. Όλα εσύ και ο φόβος σου. Όλα εσύ και τίποτα. Σαν να μην υπήρξες ποτέ. Σαν να μην υπήρξα ποτέ πριν από σένα. Σαν να γεννήθηκα και πέθανα μετά το αντίο.

Και πώς θα ζήσω μου λες; Γεννημένος δυο φορές και νεκρός ακόμη μία; Πώς; Θα γράψω για σένα χωρίς να αντέχω άλλο… Σιωπή!

Complete_Acropolis

Video

Άι αμ Ελίν εντ άι προτέστ. Το όνομά μου είναι γραφικός, αστείος, ψώνιο και διαμαρτύρομαι. Η νέα γενιά (φήμες λένε ότι πρόκειται για νιάτα της ΟΝΝΕΔ) δίνει το παράδειγμα του καρακιτσαριού. Δίνει το παράδειγμα και τον λόγο στους Άγγλους, προκειμένου να μην επιστρέψουν ποτέ τα μάρμαρα.

Και τι να περιμένει βέβαια κανείς, όταν ο ίδιος ο Υπουργός Πολιτισμού, ο μέγιστος Παναγιωτόπουλος, θέλει “να εκμεταλλευτεί το επικοινωνιακό momentum” που δημιούργησε ο Τζορτζ ο Κλούνει, στέλνοντάς του μάλιστα και σχετική επιστολή;

Δεν χρειάζονται λόγια… Χρειάζονται 7 λεπτά από τον χρόνο σου για να ξεκινήσεις τη μέρα σου με άφθονο γέλιο. Άλλωστε: “γούι αρ Ελινς” και γεννήσαμε το θέατρο, την τραγωδία και την κωμωδία.

Το μανιφέστο του κλανιάρη

Και γιατί κυρίες και κύριοι, εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, να μην μπορώ να κλάσω μπροστά σας; Να μην μπορώ να επιτελέσω μια βιολογική λειτουργία του οργανισμού μου μπροστά σας, με κάθε – πάντοτε και βεβαίως – σεβασμό προς το πρόσωπό σας. Μήπως θεωρείται προσβολή προς το καθόλα αξιοπρεπές παρουσιαστικό σας ή μήπως προς το προσωπείο σας; Το δικό σας και αυτό που μου φορέσατε. Το δικό μας. Του πολιτισμού μας του ψεύτη. Ενός υποκριτή ολκής. Έχετε σκεφτεί ποτέ πως το δήθεν που μυρίζει η κάθε σας ανάσα, βρωμάει περισσότερο από όλες τις κλανιές μου; Τις δικές μου και εκείνων που θεωρήσατε περιττούς στο άνομο κοινωνικό σας συμβόλαιο.

unnamed

Γιατί αγαπητοί μου συνεργάτες, συνάδελφοι, συγκρατούμενοι, με εξαναγκάζετε σε διάλειμμα εκ της θεάρεστης εργασίας μου, σε βόλτα ύποπτη προς την τουαλέτα προς εκπλήρωση μιας εκ των βασικών αναγκών, μιας εκ των γενεσιουργών λειτουργιών του εντέρου μου; Γνωρίζετε ότι αν το απλώσω θα ξεδιπλώσει 1,5 μέτρο απόλυτου φιλότιμου παρά την ασεβή χρήση στην οποία το υποβάλλω; Μια ασεβής χρήση σε μορφή fast food, επιβεβλημένη υπό τις προσταγές της σύγχρονης αγοράς εργασίας, του σύγχρονου καταναλωτικού μοντέλου. Όλα στη λογική του fast food, όλα στη λογική του fast forward. Πού να χωρέσει σε τόση βιασύνη, το μεγαλειώδες πάγωμα του χρόνου που προκαλεί μια κλανιά; Πού να χωρέσει το φυσιολογικό μέσα σε στοίβες υποκρισίας;

Κι εσείς υπέροχοι συγγενείς μου, μήπως ξεχάσατε τα γέλια σας σαν έκλανα στους πρώτους μου μήνες; Είχε μήπως άλλη μυρωδιά τότε η εξαέρωσή μου; Είχε άλλη ακουστική ο βεβιασμένος πλέον πρωκτός μου; Γύρω στα τρία μου, εκεί που αποφασίσετε να βάλετε τα πρώτα όρια για να κοινωνικοποιηθώ, να μην αποκληρωθώ εκ του κοινωνικού ιστού, μήπως σκεφτήκατε τα δεινά που κόμιζε το όχι σας; Αν σας έλεγα τώρα για τον «πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας» φαντάζομαι πως θα με κοιτούσατε με αμηχανία, ωσάν να έκλανα στη μούρη σας. Λυπάμαι που θα σας στεναχωρήσω αλλά έχω σκεφτεί άπειρες φορές να σας κλάσω βροντερά και περήφανα. Ακριβώς εκεί κάπου μεταξύ γαλοπούλας και βασιλόπιτας, στις υποχρεωτικές όσο κι ανούσιες οικογενειακές μαζώξεις.

Τότε, στο νησί, εκείνο το βράδυ με φεγγάρι, ήθελα ξέρετε να χορέψω με τη γύμνια μου μονάχη συντροφιά μέσα στη θάλασσα. Κι όμως… «Τι θα πει ο κόσμος;». Με ντύσατε από τα πρώτα μου βήματα. Με βουλώσατε εγκεφαλικώς και πρωκτικώς. Με ντύσατε με ενοχές, συσσωρευμένους θυμούς, σιωπές και αράχνες κάτω από το χαλί. Μια αυτοεικόνα καθ’ ομοίωση μιας πανομοιότυπης ανθρώπινης αγέλης. Μια αυτοεικόνα χωρίς εαυτό. Χωρίς το ιερό δικαίωμα στο κλανίδι.

Σε όλους εσάς, γονείς, συνάδελφοι, αδέλφια, συγγενείς και λοιποί τεθλιμμένοι καθωσπρέπει συμπολίτες μου. Σε όλους εσάς αφιερώνω την τελευταία αποψινή μου κλανιά. Σε όλους τους άλλους. Σε εσάς που πνίγεστε από όσα θεριεύουν μέσα σας, σας καλώ σε μία παλλαϊκή, γεμάτη αγωνιστικό παλμό, κλανιά!

ΥΓ: Συμπέρασμα των τελευταίων 10 λεπτών: ακόμη και η Microsoft (βλ Word) δεν αναγνωρίζει το ιερό δικαίωμα στην κλανιά, καθώς τη θεωρεί ανορθόγραφα. «Προσθήκη στο λεξικό» λοιπόν.

Υμηττός

umittos_blog

[Αναδημοσιεύση της ερωτικής ιστορίας του Angry Calgonit στο αφιέρωμα του enfo.gr]

Ο απόηχος της πόλης έμοιαζε να τον γαληνεύει. Πόσο έντονη αντίφαση… Μια πόλη που σε πνίγει μέσα σε μια πολυπληθή μοναξιά, τώρα να σε μαγεύει με την αφ’ υψηλού όψη της και τον αποκαμωμένο ήχο της. Εκεί, στον Υμηττό επέλεγε να ζει τη δική του μοναξιά. Ένα από τα λίγα πράγματα που δεν είχε καταφέρει ακόμη να του κλέψει κανείς. Ήταν ερωτευμένος με τους ήχους του αέρα, όπως αυτός στροβιλίζονταν στα βράχια. Του άρεσε να κλείνει τα αυτιά του στον απόηχο της καθημερινότητας και να συγκεντρώνει όλες του τις αισθήσεις, όσες τουλάχιστον είχαν ακόμη μείνει ενεργές, στη γοητεία αυτού του βουνού. «Μα είναι δυνατόν να είμαι ερωτευμένος με έναν τόπο;» Κι όμως όλα τα συμπτώματα είχαν ήδη διαγνωστεί. Η εσωτερική έξαψη που σε κατακλύζει μέχρι το λαιμό. Η αίσθηση οικειότητας, γαλήνης και ζεστασιάς. Η ανάγκη να δώσεις την ψυχή σου ακόμη κι αν ισορροπείς σε τεντωμένο σκοινί. Αν έκανε μέρες να βρεθεί στον ανηφορικό, γεμάτο στροφές δρόμο που οδηγούσε σε εκείνο το ξεχασμένο καταφύγιο, ένοιωθε αφόρητο το κενό της απουσίας.

Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ο Κωνσταντίνος ήταν ερωτευμένος με τον Υμηττό. Ένας έρωτας από εκείνους που δεν σε προδίδουν. Ή ακόμη πιο σημαντικό, από εκείνους που δεν πρόκειται ποτέ να προδώσεις εσύ. Δεν τον είχαν φθείρει οι έρωτες που τον άφησαν. Είχε σιχαθεί τον εαυτό του για τους έρωτες που ξεπούλησε ο ίδιος με μια παροιμιώδη πάντα ευκολία. «Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα… Μακάρι να είχα ξεπουλήσει τους έρωτές μου ελαφρά τη καρδία… Ήταν πάντα ο φόβος! Εκείνος ο απροσδιόριστος όσο και σαρκοβόρος φόβος του εαυτού μου. Έπρεπε πάντα να είμαι ειλικρινής, πάντα να δίνω κάθε ικμάδα της ψυχής μου. Πώς να φανταστώ πως κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα δυνατό; Ή μάλλον δεν είναι δυνατόν για πάντα…; Μόλις ανακάλυπτα ότι κρατούσα λίγη ψυχή για μένα έφευγα. Μια προδοσία. Μια προδοσία για εκείνες και κυρίως για μένα».

Τον διέκοψε ο βρόγχος ενός από τα αυτοκίνητα που ολοένα και πληθαίνουν τις Κυριακές στον Υμηττό. Όλοι διψούν για απόδραση… Απόδραση από τι; Γιατί ζητάμε όλοι με αγωνία τη φυγή; Ποιο είναι εκείνο το κελί που μας κρατά περιορισμένους και προσπαθούμε καθημερινά να διαρρήξουμε; Η πόλη, οι φρενήρεις ρυθμοί της ζωής μας, το άγχος της επιβίωσης, τα οικογενειακά βάρη, οι αποτυχημένες σχέσεις μας, τα λάθη του παρελθόντος χέρι – χέρι με την αγωνία του μέλλοντος. Μαλακίες! Τίποτα από όλα αυτά δεν συνιστά τα κάγκελα του κελιού. Αυτά είναι φτιαγμένα από ένα και μόνο υλικό: τον εαυτό μας! Από αυτόν προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Αυτός είναι ο αντίπαλος και ο σύμμαχός μας. Ο εαυτός μας καθορίζει την πραγματικότητα που αισθανόμαστε να μας πνίγει. Τίποτε άλλο πέρα από τον εαυτό μας.

 

Ξεπουλημένε πολιτισμέ!

Ξεπουλημένε πολιτισμέ! Ξεφτισμένο απολίθωμα, κατώτερο εκείνων που άφησαν πίσω τους οι πρώτοι άνθρακες. Βρώμικε άνθρωπε που δεν υπήρξες άξιος ποτέ της νοημοσύνης. Άρρωστες, διεστραμμένες αγέλες που βαφτίσαμε εαυτούς «κοινωνίες»… Επίφαση για να αποφύγουμε τον καννιβαλισμό… Τον μόνο που μας πρέπει.ImageΠοιος μας έδωσε το δικαίωμα να επικαλούμαστε για τον εαυτό μας όλα εκείνα τα βαρύγδουπα των κηρυγμάτων, των κειμένων και των λόγων; Εμείς που βγάλαμε τα παιδιά μας στο πεζοδρόμιο, στις προθήκες και στις οθόνες… Σε όλα αυτά μαζί, που όνομα δεν έχουν άλλο παρά μπουρδέλο. Εκδίδουμε κι εκδιδόμαστε. Μέσα στα μάτια ενός παιδιού. Με χέρια βρώμικα, στολισμένα με δυσώδη γαρύφαλλα, γαρδένιες κι αλουμινόχαρτα…

Πουλημένοι ξετσίπωτοι που αγοράσαμε την ψυχή μας στην τιμή μιας κούκλας ψεύτικης. Κανένα «αλλά» δεν μας αξίζει! Κανένα «όμως», κανένα «παρόλο»… Είμαστε οι σκύλοι που περιφέρονται σε βρώμικα στενά. Είμαστε εμείς η μαύρη σαπουνάδα σε τζάμια αυτοκινήτων… Είμαστε εμείς, ορφανά κακοποιημένα που πουλάμε την αθωότητά μας σε κάθε μπάσταρδο… Κάθε μπάσταρδο με αριστερό άνω άκρο έναν καφέ, το κινητό, ένα hands free και το control.

Είμαστε όλα αυτά που μας αηδιάζουν! Η μονή αηδία που υπήρξε και υπάρχει φέρει το όνομά μας.